- υπολύριος
- -ον, Ααυτός που βρίσκεται κάτω από τη λύρα («ὑπολύριος δόναξ» — εγκάρσιο καλάμι τοποθετημένο κάτω από τη λύρα, στο οποίο προσδένονταν τα κάτω άκρα τών χορδών, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λύρα + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.